- κλάριοι
- κλάριοι· κλάδοι, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Κλάριοι — Κλάριος distributing by lot masc nom/voc pl Κλάριος distributing by lot masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάριοι — κλά̱ριοι , κλήριος masc/fem nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάριος — κλάριος, ὁ (Α) [κλάρος] (δωρ. τ. τού κλήριος*) 1. αυτός που διανέμει με κλήρο 2. ως κύριο όν. ὁ Κλάριος προσωνυμία τού Διός και τού Απόλλωνος (α. «τὸ δὲ χωρίον καλεῑται... Διὸς Κλαρίου», Παυσ.) β. «ὤπολλον, πολλοί σε Βοηδρόμιον καλέουσι, πολλοὶ… … Dictionary of Greek